καταλιτανεύω

καταλιτανεύω
καταλιτανεύω (Μ)
(επιτ. τ. τού λιτανεύω) εκλιπαρώ, παρακαλώ θερμότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + λιτανεύω «ικετεύω» (< λιτανός «ικέτης» < λίσσομαι «ικετεύω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”